- ἀνανοῶ
- ἀνανοέωcall to mindpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνανοέωcall to mindpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανανοώ — ( έω) (Α ἀνανοῶ) (Ν και ανανογώ, συνήθως τα μέσ. ανανοούμαι και ανανογιέμαι και ανανογ(ι)ούμαι) ανακαλώ στη μνήμη μου, συλλογίζομαι, σκέπτομαι νεοελλ. 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ 2. ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι 3. φθάνω σε ηλικία, κατά την… … Dictionary of Greek
ανανοούμαι — ( έομαι) βλ. ανανοώ … Dictionary of Greek
ανανόημα — το [ανανοώ] 1. σκέψη, στοχασμός, διαλογισμός 2. κατανόηση 3. ανάμνηση, ενθύμηση … Dictionary of Greek
ανανόητος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητός, ακατανόητος, ανεξήγητος 2. αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανανοητός < ανανοώ. Το αρχικό α πήρε τη σημασία τής αρνήσεως από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek